καπάκωμα

καπάκωμα
το
1. κάλυψη με καπάκι: Το καπάκι αυτό χρησιμεύει για το καπάκωμα αυτού του τέντζερη.
2. συγκάλυψη, απόκρυψη: Η υπόθεση αυτή έφαγε γερό καπάκωμα και κανένας δε μιλάει πια γι' αυτήν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καπάκωμα — το [καπακώνω] 1. η κάλυψη με καπάκι 2. η συγκάλυψη, η απόκρυψη …   Dictionary of Greek

  • τάπωμα — το, ατος 1. το βούλωμα με τάπα, το καπάκωμα: Η δουλειά του είναι το τάπωμα των βαρελιών. 2. η τάπα, το πώμα: Βάλε τάπωμα στο μπουκάλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”